ἀτασθαλία

ἀτασθαλία
ἀτασθᾰλία [pron. full] [ᾰτ], [dialect] Ion. -ιη, ,
A presumptuous sin, recklessness, wickedness, Hom., always in pl.; σφετέρῃσιν or σφῇσιν ἀτασθαλίῃσιν, Il.4.409, Od.1.34, al.;

ἀτασθαλίαι δέ οἱ οἴῳ ἐχθραὶ ἔσαν 21.146

;

δι' ἀτασθαλίας ἔπαθον κακόν 23.67

;

ἀτασθαλίῃσι κακῇσιν 12.300

:—after Hom. in sg., ἀτασθαλίῃ μέγα ῥέξαι, of the Titans, Hes.Th.209; εἵνεκ' ἀτασθαλίης τε καὶ ἠνορέης ὑπερόπλου ib.516;

βασιλῆος ἀ. Pi.Parth.2

Fr.1.31;

οὐκ ἤρθη νοῦν ἐς ἀτασθαλίην Simon.111.4

;

ἀτασθαλίῃ χρησάμενον Hdt.2.111

: in later Prose, Alcid. ap. Arist.Rh.1406a9, Luc.Astr.15;

ἀ. ἡ εἰς τὸ θεῖον Arr.An.7.14.5

; of an elephant, Id.Ind.13.13.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἀτασθαλία — ἀτασθαλίᾱ , ἀτασθαλία presumptuous sin fem nom/voc/acc dual ἀτασθαλίᾱ , ἀτασθαλία presumptuous sin fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτασθαλίᾳ — ἀτασθαλίαι , ἀτασθαλία presumptuous sin fem nom/voc pl ἀτασθαλίᾱͅ , ἀτασθαλία presumptuous sin fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ατασθαλία — η (ΑΜ ἀτασθαλία) [ατάσθαλος] ηθική αταξία, απρέπεια νεοελλ. παράνομη ενέργεια, υπέρβαση καθήκοντος αρχ. 1. αλαζονεία, ασέβεια 2. πληθ. ασεβείς ενέργειες, ανόσιες πράξεις …   Dictionary of Greek

  • ατασθαλία — η ακαταστασία, απρέπεια, υπέρβαση καθήκοντος, ατσαλιά: Ατασθαλίες αποκαλύφτηκαν στην υπηρεσία έγκρισης φαρμάκων για τους δημόσιους υπαλλήλους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀτασθαλίας — ἀτασθαλίᾱς , ἀτασθαλία presumptuous sin fem acc pl ἀτασθαλίᾱς , ἀτασθαλία presumptuous sin fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτασθαλίαι — ἀτασθαλία presumptuous sin fem nom/voc pl ἀτασθαλίᾱͅ , ἀτασθαλία presumptuous sin fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτασθαλίαν — ἀτασθαλίᾱν , ἀτασθαλία presumptuous sin fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτασθαλιῶν — ἀτασθαλία presumptuous sin fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτασθαλίαις — ἀτασθαλία presumptuous sin fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτασθαλίαισιν — ἀτασθαλία presumptuous sin fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτασθαλίη — ἀτασθαλία presumptuous sin fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”